Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΣ: Η ΘΛΙΒΕΡΗ ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΝΟΣ ΕΞΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


Θυμάμαι σαν φοιτητής, τη δεκαετία του 80, διαβάζαμε ποιητές της αμφισβήτησης, της δεκαετίας του 60, αμερικανούς και γάλλους κυρίως. Σαν χριστιανοί διανοούμενοι εντυπωσιαζόμασταν από τον εικονοκλαστικό χαρακτήρα γραφής τους, έτσι όπως αυτή ασκούσε δριμεία κριτική στο ρωμαιοκαθολικισμό και τον προτεσταντισμό.
Μία ποιήτρια αυτής της γενιάς, κόρη πάστορα μάλιστα, η Σύλβια Πλαθ, στοχαζόμενη υγιώς πάνω στις «εκκλησιαστικές» προτεσταντικές συνάξεις  και τον κάλπικο, κίβδηλο χαρακτήρα της όλης ατμόσφαιρας εκεί, παρατηρεί με αποτροπιασμό: «αν αυτό το πράγμα ονομάζεται παράδεισος, πλήττω αφόρητα και προτιμώ την κόλαση». Κι εμείς θα πούμε, βασισμένοι σ’ αυτήν της τη διαπίστωση, ότι πιθανόν η συγχωρεμένη, τώρα πια, ποιήτρια της αμφισβήτησης, να νοσταλγούσε το μυστικό Θείο Δείπνο της Βασιλείας. Την αφήνουμε στην κρίση και το έλεος του Θεού. Δεν απείχαν πολύ από την αντίληψη της Πλάθ, ούτε οι γνωστοί ομοεθνείς της Κέρουακ, Μέηλερ, Μπάρροουζ, Καπότε, Γκίνσμπεργκ, αλλά ούτε και οι γνωστοί γάλλοι Μπρετόν, Ρεμπώ και Καμύ, αυτοί ενάντιοι περισσότερο σ’ έναν ανούσιο, ίσως και άνοστο ρωμαιοκαθολικισμό.

          Καθόλου άδικα, αλλά ευφυέστατα και εύστοχα, ένας κληρικός  των ημερών μας ονόμασε το δυτικό χριστιανισμό “ντεκαφεϊνέ”, δηλαδή χωρίς άρωμα και ουσία, ανάπηρο θα λέγαμε. Ένας χριστιανισμός ανίκανος ν’ απαντήσει και να διακονήσει τον άνθρωπο σήμερα. Ένας χριστιανισμός πολλών χαμόγελων και ανέσεων, αλλά απών στη συνάντησή του με τον άνθρωπο.   
          Αλλά επειδή το ζητούμενο είναι να ενημερωθεί και κατηχηθεί ο λαός του Θεού, θα χρειαστεί να μιλήσουμε πιο συστηματικά και ίσως πιο ψυχρά και αντικειμενικά, για να φανερωθεί σε όλο το βάθος του το μέγεθος της παραμόρφωσης της πνευματικής και της παραχάραξης τόσο της Ιστορίας, όσο και της εμπειρίας του μυστηρίου της Εκκλησίας, στα στενά βέβαια πλαίσια μιας εισήγησης.
          Βλέποντας ιστορικά το πράγμα, γνωρίζουμε όλοι ότι το 16ο αι. αποσπάστηκαν από τους ρωμαιοκαθολικούς μεγάλοι πληθυσμοί και δημιούργησαν δικές τους ανεξάρτητες ομολογίες (Λουθηρανοί, Καλβινιστές, Αγγλικανοί). Επειδή διαμαρτύρονταν για τα λάθη των ρωμαιοκαθολικών ονομάστηκαν διαμαρτυρόμενοι. Στο σύνολό τους οι προτεσταντικές παραφυάδες διατείνονται ότι εκφράζουν το γνήσιο χριστιανισμό της πρώτης Εκκλησίας, αυτής των αποστολικών χρόνων.
          Αν ο ρωμαιοκαθολικισμός αποτελεί διαστρέβλωση της ορθής εικόνας του Χριστού, πολύ περισσότερο ο προτεσταντισμός, αν και υπάρχουν μερικοί[1], και ίσως έχουν και δίκιο, που υποστηρίζουν ότι ο τελευταίος έχει ένα πρακτικό πνεύμα που βρίσκεται πολύ εγγύτερα στην Ορθοδοξία από τη νοησιαρχία και το σχολαστικισμό του πρώτου[2].
          Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, «αίρεση είναι η μη αληθινή αντίληψη για την πίστη».[3] Το μη αληθές είναι ψευδές, και το ψεύδος δεν έχει πραγματική υπόσταση, απλώς αρνείται την πραγματικότητα. Το μη έχον πραγματική υπόσταση δεν έχει και την αληθινή δύναμη, την σώζουσα δύναμη της πίστεως. Άρα η αίρεση, η πλάνη δεν σώζει.
          Χρησιμοποιώντας διαφόρους τρόπους η πλάνη για να πολεμήσει την αλήθεια, με τους ίδιους αυτούς τρόπους αυτοκαταλύεται.[4] Ο Θεός αποκάλυψε τον εαυτό Του στους ανθρώπους, θέτοντας επιπλέον σε εφαρμογή ένα Σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου. Η αποκεκαλυμμένη αυτή πίστη αποτελεί το θεμέλιο αυτού του Σχεδίου. Κάθε παραμόρφωση αυτής της αποκεκαλυμμένης πίστεως, έστω και η ελάχιστη δυνατή, παραμορφώνει το Πρόσωπο του Θεού, δηλαδή αρνείται το Θεό. Εδώ χρειάζεται να πούμε αυτό που λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «πας ο παραβαίνων και μη μένων εν τη διδαχή του Χριστού Θεόν ουκ έχει».[5]
          Οι προτεστάντες δεν δέχονται την Ιερά Παράδοση. Λέγοντας Ιερά Παράδοση δεν εννοούμε ένα σύστημα ιδεών και κανόνων. Παράδοση σημαίνει ότι ο Ίδιος ο Χριστός παραδίδεται από μένα σε σένα και από γενεάς εις γενεάν ο αυτός ζων εις τους αιώνας. Άρα μέσω της Παραδόσεως συνδεόμαστε οι πιστοί κάθε γενεάς με τον Ίδιο το Θεάνθρωπο. Αν αρνείσαι τα παλαιά δεν έχεις ούτε τα καινούρια.[6] Αν δεν δέχεσαι την Κεφαλή, δεν είσαι ούτε Σώμα, αφού δε μπορεί να υπάρξει ακέφαλο σώμα. Αν ο ρωμαιοκαθολικισμός θεοποίησε τους θεσμούς, επομένως περιφρόνησε το Σώμα, έχει μια εκκλησιολογία ασώματης κεφαλής. Στη θέση της Κεφαλής έβαλε τον Πάπα. Αποκόπτοντας την κεφαλή από αντίδραση προς τους ρωμαιοκαθολικούς, σύμφωνα με το δημώδες «πονάει κεφάλι κόψει κεφάλι», ο προτεσταντισμός άφησε το σώμα ακέφαλο, αμέτοχο στην αγιότητα του Χριστού που είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας. Για τους Ορθοδόξους οποιουδήποτε τύπου ασυνέχεια μεταξύ Κεφαλής-Σώματος  καταστρέφει το μυστήριο της Εκκλησίας. Οι Ορθόδοξοι αισθανόμαστε και είμαστε μέλη του Ενός Σώματος, του Χριστού. Η “καρδιά” αυτού του σώματος “χτυπάει”, πάνω στην Αγία Τράπεζα, στη Θεία Λειτουργία, η οποία αρδεύει, ποτίζει, στέλνει το ζωοποιό Σώμα και Αίμα σε όλα τα κύτταρα αυτού του Σώματος. Γι’ αυτό σημειώνει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας ότι «η Εκκλησία εν τοις μυστηρίοις σημαίνεται» και εννοεί τη Θεία Κοινωνία. Αν θελήσεις να δεις την Εκκλησία, δες το Κυριακό Σώμα, λέει, και τα είδες όλα. Μέσα στην Ευχαριστία σημαίνεται το μυστήριο της Εκκλησίας, όπως ακριβώς μέσα στη ρίζα του φυτού κρύβονται οι κλάδοι και τα φύλλα του και μέσα στην καρδιά κρύβονται τα μέλη του σώματος. Δεν πρόκειται για αναλογία ομοιότητος, αλλά για ταυτότητα πράγματος.[7]
          Ο ρηχός προτεσταντισμός είναι αποξενωμένος από αυτού του είδους τα αγιοπνευματικά βιώματα, καλλιεργώντας έναν ορθολογισμό και ένα συναισθηματισμό υπέρ άγαν. Έτσι παρερμηνεύει και την Αγία Γραφή, η οποία στα χέρια ενός οποιουδήποτε αιρετικού γίνεται αιρετική αφού λάθος ερμηνεύεται. Ας δούμε τώρα κάποια σημεία της προτεσταντικής διδασκαλίας στενότερα:
            1) Ο προσηλυτισμός που επιχειρούν στις μέρες μας οι προτεστάντες, είναι επιθετικός και επιχειρείται εναντίον κατ’ όνομα μόνον ορθοδόξων χριστιανών. Οι  Ορθόδοξοι που ζουν γνήσια χριστιανική ζωή, δεν αναζητούν αλλού το νόημα της ζωής, γιατί ζουν την όντως Ζωή, το Χριστό. Έχουν συνεπώς το όλον και δεν παρασύρονται από χλωμούς αντικατοπτρισμούς-τάχατες-πληρότητας στις άνυδρες πνευματικές ερήμους. 
        2) Επιμένοντας στο κατ’ αυτούς δόγμα sola scriptura, δεχόμενοι δηλαδή μόνο την αυθεντία της Γραφής και τίποτε άλλο, ξεχνούν αυτό που είπε ο Χριστός, ότι η Εκκλησία Του θα οικοδομηθεί όχι σε γραπτό κείμενο, αλλά στην «πέτρα» της ομολογίας (του Πέτρου και όσων μακαρίων τον ακολουθήσουν σ’ αυτή του την ομολογία), ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού.[8] Ούτε ο Ίδιος έγραψε τίποτε, ούτε έδωσε εντολή στους μαθητές Του να γράψουν τη διδασκαλία Του. Τους έστειλε να κηρύξουν σ’ όλο τον κόσμο[9], υποσχόμενος σε αυτούς ότι θα στείλει το Πανάγιο Πνεύμα να τους συνοδεύει, αγιάζει, φωτίζει, ενδυναμώνει, διδάσκει.[10] Αυτό το Άγιο Πνεύμα φώτισε τους αποστόλους στην Αποστολική Σύνοδο[11] και όλους τους μετέπειτα Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων.
         3) Δικαιολογούν τις «εκκλησίες» τους, ισχυριζόμενοι ότι έσφαλαν όχι μόνον οι ρωμαιοκαθολικοί, αλλά και η αδιαίρετη Εκκλησία της πρώτης χιλιετίας, αν και ο Λούθηρος έλεγε πως η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται πιο κοντά στην Εκκλησία του Χριστού. Άλλοι από αυτούς λένε, ότι η αρχαία Εκκλησία έπεσε σε πλάνη το 2ο αι., άλλοι τον 4ο, και άλλοι δεν δέχονται ούτε το σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Είναι όμως δυνατόν η Εκκλησία Του να πλανήθηκε, όταν ο Ιδρυτής της υποσχέθηκε ότι θα είναι μαζί της μέχρι τη συντέλεια του κόσμου;[12]
          4)Τη διάκριση σε κανονικά και μη των βιβλίων της Καινής Διαθήκης με βάση τον κατάλογο του Μεγάλου Αθανασίου (του οποίου τη θεολογία συνεχίζουν ίδια οι μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες), ο οποίος καταρτίστηκε τον 4ο περίπου  αιώνα, τη δέχονται. Πώς είναι δυνατό να πλανήθηκε η Εκκλησία που κατάρτισε τον κατάλογο των βιβλίων που αυτοί δέχονται, έχουν στα χέρια τους και μελετούν;
          5) Δεν δέχονται το μυστήριο της Ιερωσύνης. Θέλοντας να διορθώσουν το παπικό ιερατείο, το διέλυσαν. Θέλοντας να θεραπεύσουν τον άρρωστο, τον σκότωσαν. Δέχονται μόνο τη γενική Ιερωσύνη των πιστών, ανδρών και γυναικών μάλιστα, όχι την ειδική των κληρικών. Η Καινή Διαθήκη, ωστόσο, κάνει λόγο για χειροτονία(:επίθεση, τοποθέτηση χειρών) σε υποψηφίους κληρικούς.[13] Οι απόστολοι διάλεξαν το Ματθία ως αντικαταστάτη του Ιούδα, χωρίς αυτός ν’ ανήκει στο στενότερο κύκλο των μαθητών[14]. Άρα οι απόστολοι μετέδωσαν το αξίωμά τους στους διαδόχους τους επισκόπους, δεν το κράτησαν οι ίδιοι προσωπικά. Έτσι και ο Παύλος παραγγέλλει στον Τίτο να χειροτονήσει πρεσβυτέρους στην Κρήτη.[15] Στη δε Έφεσο, συμβουλεύει τους πρεσβυτέρους: «προσέχετε τους εαυτούς σας και όλο το ποίμνιο στο οποίο εσάς τοποθέτησε ως επισκόπους το Άγιο Πνεύμα».[16] Δηλαδή το έργο των επισκόπων είναι καθορισμένο από το Άγιο Πνεύμα.
          6) Πιστεύουν ότι το Βάπτισμα είναι μια απλή τελετή που συμβολίζει την εν Χριστώ αναγέννηση. Στις Πράξεις όμως[17] ο Πέτρος είπε στους ακροατές του να βαπτισθούν, αφού πρώτα μετανοήσουν, για τη συγχώρεση των αμαρτιών τους. Έτσι ομολογούμε κι’ εμείς: «ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών». Άρα πρόκειται για μυστήριο της χάριτος του Θεού και όχι για απλή αναγεννητική τελετή.
          7) Αρνούνται το μυστήριο του Χρίσματος. Στις Πράξεις όμως[18], μετά το Βάπτισμα, οι απόστολοι δια χειροθεσίας πάνω στους βαπτισμένους ζητούσαν τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος, το οποίο μέχρι τότε, μόνο με το βάπτισμα δηλαδή,  δεν είχε κατέλθει.
          8) Στη θεία Ευχαριστία αρνούνται τη μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Απλώς θυμούνται, λένε, το Χριστό και όσα έπαθε για εμάς και δε δέχονται άφεση αμαρτιών. Ο Χριστός όμως είπε «εις άφεσιν αμαρτιών».[19] Αλλού τόνισε ότι η σάρκα Του είναι αληθινά φαγητό και το αίμα Του αληθινά ποτό.[20] Στο Μυστικό Δείπνο είπε για το ψωμί, «τούτο εστί το σώμα μου», και για το κρασί «τούτο εστί το αίμα μου». Δεν είπε «σύμβολον εστί», αλλά «εστί», είναι πραγματικά. Είπε μάλιστα «το υπέρ υμών κλώμενον»,[21]δηλαδή που παραδίδεται και θυσιάζεται, τεμαχίζεται για χάρη σας. Αν μόνον ως ανάμνηση έχουν τα γεγονότα αυτά αξία, για να είναι ακριβέστεροι προς ό τι συνέβη, γιατί δεν πλένουν οι προτεστάντες και τα πόδια, όπως έκανε ο Χριστός στο Μυστικό Δείπνο και ζήτησε και οι μαθητές Του το ίδιο να κάνουν;[22]
          9) Αρνούνται και το μυστήριο της εξομολόγησης. Κάποιοι ομολογούν τις αμαρτίες τους απευθείας στο Θεό, όχι σε ανθρώπους. Ο Χριστός όμως είπε στους μαθητές Του ότι αυτοί (άρα και οι διάδοχοί τους) μπορούν να συγχωρούν αμαρτίες.[23] Τους είπε συγκεκριμένα: «Λάβετε Άγιο Πνεύμα, αν συγχωρείτε κάποιων τις αμαρτίες, τους είναι συγχωρημένες».[24]
          10) Αρνούνται την παρουσία της θείας Χάριτος και στο Ευχέλαιο. Ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος κάνει λόγο στην επιστολή του[25] όχι μόνο για επάλειψη, αλλά και για προσευχή θεραπευτική-μάλιστα-κάποιες φορές. Με το λάδι οι μαθητές του Χριστού και αμαρτίες συγχωρούσαν[26] και θεράπευαν και ασθένειες κάποτε. Δεν επρόκειτο για απλή εντριβή. Αν ήταν απλή εντριβή, θα μπορούσαν να την κάνουν και οι συγγενείς του ασθενούς, δε θα υπήρχε λόγος να προσκαλέσουν τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, όπως μας πληροφορεί η επιστολή  του αγίου[27]. Οι πρεσβύτεροι είναι τελικά εκείνοι που θα προσευχηθούν για την ίαση και τη σωτηρία της ψυχής του ασθενούς και θα τον αλείψουν με λάδι.
          11) Επόμενο είναι με τη στρεβλή θεολογία τους να μην κατανοούν ούτε το μυστήριο του γάμου.[28] Ο γάμος είναι φανέρωση του μυστηρίου του Χριστού και της Εκκλησίας, εν μέσω του λαού του Θεού. Όπως ακριβώς ο Χριστός είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας και η Εκκλησία Τον αναγνωρίζει ως Κεφαλή της, έτσι και η κεφαλή της γυναίκας είναι ο άνδρας, τον αναγνωρίζει η γυναίκα ως κεφαλή της, ενώ εκείνος την αναγνωρίζει ως σώμα του, όπως ο Χριστός την Εκκλησία. Γι’ αυτό και ο Παύλος ομολογεί: «το μυστήριον τούτο μέγα εστί, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την  εκκλησίαν».[29] Αν και επισημαίνουμε ότι ο γάμος κρύβει μέσα του αυτή τη φοβερή πραγματικότητα, διαπιστώνουμε ωστόσο, όχι χωρίς πικρία, ότι και παρ’ ημίν έχει υποβιβασθεί σε μία κοσμική θορυβώδη τελετή, με δική μας ευθύνη, δυστυχώς. Στους προτεστάντες πάντως δεν αποτελεί παρά ένα πανηγυράκι, με πολλή θεατρικότητα, άμοιρο χάριτος.
          12) Δεν τιμούν την Παναγία, τους αγίους, τα ιερά λείψανα, τις εικόνες. Δεν δέχονται τις Οικουμενικές Συνόδους, τον αγιασμό, τα μνημόσυνα, υπέρ των οποίων συμμαρτυρεί σύμπασα η αρχαία Εκκλησία.
          13) Ισχυρίζονται ότι οι εικόνες είναι είδωλα. Για μας, μέσα στο ναό, οι εικόνες αποτελούν σημεία λατρευτικής αναφοράς στο Χριστό και την Παναγία Τριάδα, και τιμητικής αναφοράς στην Παναγία, τους αγγέλους και τους αγίους. Όπου και να βρίσκονται φανερώνουν την  παρουσία του Θεού στη ζωή μας και ανυψώνουν το νου μας προς Εκείνον. Αποτελούν μέσα αφυπνίσεως. Φανερώνουν τα πρότυπά μας, εκείνους που καλούμαστε να μιμηθούμε. Αποτελούν τα “ευαγγέλια των αγραμμάτων”, αφού μας “διηγούνται” όλα τα σωτηριώδη γεγονότα της θείας Οικονομίας, αλλά και περιστατικά από τους βίους των αγίων. Η εικόνα φανερώνει ότι ο Θεός-Λόγος έγινε άνθρωπος, αφού αυτή εικονίζει τη δοξασμένη ανθρώπινη φύση Του, ενώ ταυτόχρονα η αναλογία της πλάσεως, τόσο ως χώρου, όσο και ως χρόνου διατηρείται. Η θεία του φύση είναι εκείνη που δεν εικονίζεται, επειδή είναι απερίγραπτη και ανεικόνιστη. Όταν μάλιστα φαγωθούν οι εικόνες από το σαράκι και χαλάσουν, μπαίνουν σε αποθήκες, συντηρούνται ή αν καταστραφούν εντελώς τις καίμε. Δεν πιστεύουμε ότι έχει υπερφυσική αξία η εικόνα, ούτε τη θεωρούμε Θεό. Τιμώ και προσκυνώ την εικόνα και η τιμή και η προσκύνηση μεταβαίνουν στα εικονιζόμενα πρόσωπα. Στους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης, οι αρχαίοι λαοί, πνευματικώς νήπιοι, κατασκεύαζαν είδωλα και ομοιώματα του Θεού. Κι’ αυτό απαγορευόταν από τον Ίδιο το Θεό. Στα χρόνια της Καινής Διαθήκης, αφού ο Λόγος σαρκώθηκε στο Χριστό, τι πιο φυσικό να Τον εικονίζουμε, όταν δεν είναι ορατή η φυσική Του παρουσία ανάμεσά μας, για να Τον θυμόμαστε; Άλλωστε αυτή η ενθύμηση, μέσω της εικονίσεως του Χριστού, μας καθιστά πιο ζωντανή την πανταχού παρουσία Του.
          Η εικονολατρεία αποτελεί προφανή εκτροπή. Αλλά και πίσω από την εικονομαχία (726-843) κρύβονταν οι αιρετικοί εκείνοι που δε δέχονταν την ένωση Θεού και ανθρώπου στον Ιησού Χριστό. Ήταν επίσης και προσπάθεια της πολιτικής εξουσίας, ειδικά του Λέοντα Γ΄ του Ισαύρου να επιβληθεί στην Εκκλησία, αντί ο ίδιος να συγκαλέσει, όπως οι προηγούμενοί του αυτοκράτορες, Οικουμενική Σύνοδο η οποία θα αποφάσιζε περί αυτού του θέματος της πίστεως.
          14) Πώς να τιμήσουν οι προτεστάντες τους αγίους, αφού απορρίπτουν το μοναχισμό; Επομένως απορρίπτουν και τους οσίους και τους ασκητές; Σύμπασα η Θεσσαλονίκη τρέχει στον τάφο του αγίου Δημητρίου, περιχαρώς ασπάζεται τα ευωδιάζοντα λείψανά του, όπως και αυτά του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και τόσων άλλων αγίων, οσίων και μαρτύρων της πίστεώς μας, και θα μας πουν να μην τους τιμάμε, ενώ απεναντίας αυτοί στις ομάδες τους αυτοαποκαλούνται “άγιοι”, “σεσωσμένοι” μάλιστα, αποκαλούνται έτσι και μεταξύ τους! Τους αγίους της ιστορικής Εκκλησίας πάντως δεν τους δέχονται· απόδειξη του πόσο συγχυσμένοι πνευματικά είναι.
          15) Δεν δέχονται τις πρεσβείες και μεσιτείες των αγίων. Η Καινή Διαθήκη βέβαια λέει, ότι ένας είναι ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ο Ιησούς Χριστός.[30] Δια της σταυρικής Του θυσίας συμφιλίωσε τους ανθρώπους με το Θεό, ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός.
          Αλλά και στο περιστατικό με τη Χαναναία, οι απόστολοι δεν είναι εκείνοι που μεσιτεύουν στο Χριστό γι’ αυτήν; Και η Χαναναία, αν και ειδωλολάτρης, μετά από επίμονο αγώνα δεν έλαβε ικανοποίηση του αιτήματός της, όχι γι’ αυτήν προσωπικά, αλλά για την απούσα θυγατέρα της; [31] Ανέρειστα, λοιπόν, και έωλα τα “επιχειρήματα” των προτεσταντών, ότι αυτός ο οποίος έχει οποιοδήποτε πρόβλημα, ο ίδιος προσωπικά πρέπει να απευθύνεται στο Χριστό. Οι άγιοι επομένως δεν βρίσκονται σε απραξία, όπως καταλήγουν να πιστεύουν οι προτεστάντες, αλλά ενόσω ζουν στη γη προσεύχονται για το λαό[32] και στους ουρανούς προσεύχονται κοντά στο Θεό και Τον δοξολογούν. Γι’ αυτό κατά τη Μεταμόρφωση του Χριστού, ο Ηλίας και ο Μωυσής εμφανίζονται μαζί με το Χριστό, μέσα στη δόξα Του, συνομιλώντας για το πάθος Του.
          Ο Θεός απαντάει κάποτε και αρνητικά στις προσευχές των αγίων, όπως στον προφήτη Ιερεμία[33], ο οποίος ζήτησε ευσπλαχνία για τους Ισραηλίτες. Ο προφήτης Ησαΐας πάλι μετέφερε στο βασιλιά Εζεκία την απόφαση του Θεού να υπερασπιστεί την Ιερουσαλήμ για το χατήρι του ήδη από πολλά χρόνια κεκοιμημένου φίλου του Δαυίδ.[34]  Άρα ο κεκοιμημένος Δαυίδ προσευχόταν για την Ιερουσαλήμ και ο Θεός, Θεός ζώντων και όχι νεκρών, άκουσε την προσευχή του·  “υπάκουσε”(!)στον κεκοιμημένο Δαυίδ. Οι άγιοι στους ουρανούς μαθαίνουν, εν Αγίω Πνεύματι, ότι εμείς τους επικαλούμαστε, ακούγοντας τις προσευχές μας. Όσο ζουν στη γη, πολλές φορές βλέπουν τους κρυφούς λογισμούς και τις πονηρές ενέργειες των ανθρώπων, όπως ο Πέτρος που ήλεγξε τον Ανανία και τη Σαπφείρα.[35]
          17) Τα θαύματα αυτά που μόλις ακούσαμε, δεν έχουν να κάνουν τίποτα με την ανιαρή φιλολογία των σημερινών προτεσταντών περί δικών τους “θαυμάτων”: “θαυματουργική” επιδιόρθωση ελαστικών αυτοκινήτου, δοξολογία προς το Θεό από σκύλο που η κυρία του τον βάζει να γαβγίζει με ιδιαίτερο τρόπο και αυτός υπακούει, μετέχοντας στο βάπτισμα του “πνεύματος”(!), “ανταπόκριση” του Θεού στις προσευχές δύο δωδεκάχρονων κοριτσιών ν’ “αναστήσει” κατοικίδια κοτόπουλά τους που είχαν ψοφήσει [36] κλπ…
          Όλ’ αυτά τα εξωφρενικά και άλογα κρύβουν ένα δαιμονικότατο λογισμό, από τον οποίο νοσούν οι προτεστάντες, αλλά και σε κάποιο βαθμό και μεις: το θαύμα και το σημείο λειτουργούν ως πιστοποιητικά ορθής πίστης, γι’ αυτό κι’ επιδιώκονται στανικά. “Αν δεν είδες σημείο ή θαύμα, η πίστη σου είναι ελαττωματική”, λένε οι προτεστάντες. Αυτό θέλει και ο διάβολος να πιστέψει ο άνθρωπος, για να του δείχνει κατόπιν σημεία και τέρατα, “να του παίζει κινηματογράφο”, όπως έλεγε ο μακαριστός πατήρ Παΐσιος. Κι’ όμως ο Χριστός διατυμπανίζει σ’ όλους τους δύσπιστους “Θωμάδες” όλων των αιώνων: «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».[37] Κι ο Παύλος τονίζει στην προς Εβραίους επιστολή του: «πίστις εστίν ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων».[38] Πίστη λοιπόν σημαίνει εμπιστεύομαι το Θεό κι ας μη βλέπω τίποτα. Πού συναρτώνται όλ’ αυτά με το αλλοπρόσαλλο και νοσηρό κλίμα των προτεσταντικών μαζώξεων;
          18) Αποτελούν, λένε, την “εκκλησία των εσχάτων” που θα παραλάβει ο Χριστός. Η Εκκλησία αυτή, λέμε εμείς, είναι η ίδια η Εκκλησία «των απαρχών», την οποία αυτοί όμως έχουν απορρίψει, εμφανιζόμενοι ξαφνικά το 16ο αιώνα. Πώς λοιπόν θα παραληφθούν; Η επιχειρηματολογία τους δεν αντέχει στην παραμικρή κριτική. Άλλωστε δεν αποτελούν μία, αλλά πάμπολλες ομολογίες, των οποίων ο ρυθμός αυξάνει με ρυθμό κουνελιού. Ποια σχέση μπορεί να έχουν αυτές οι αυτοαποκαλούμενες εκκλησίες με τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την αυτήν χθες και σήμερον και εις τους αιώνας, τον «στύλον και το εδραίωμα της αληθείας»;[39]
          19) Γελοιοποιούν την πνευματική ζωή, εις τρόπον ώστε, αν ομολογήσεις προφορικά ότι ο Ιησούς είναι ο σωτήρας σου… συγχαρητήρια, σου λένε, μόλις έγινες κι εσύ ένα παιδί του Θεού! Πού είναι η νηστεία, πού η κακοπάθεια των Πατέρων, πού η αγρυπνία, πού η παύλεια παρότρυνση για αδιάλειπτη προσευχή, πού οι γονυκλισίες και η κάποια τραχύτητα του πνευματικού αγώνα, πού τα αλμυρά, καυτά, της μετανοίας δάκρυα των αρχαρίων στην πνευματική ζωή, πού τα δροσιστικά, φωτιστικά της χάριτος και άγευστα των μέσων και πού τα γλυκύρροα των θεωρητικών δάκρυα , όπως τα κατατάσσουν οι φιλοκαλικοί Πατέρες; Πού η ζωοποιός ένωση με το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και οι ευλογημένες ωδίνες, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν ημίν;[40] Πού γίνεται λόγος για το φραγγέλωμα που υφιστάμεθα από τα πάθη μας και μάλιστα από το τριπλό κακό, τον κόσμο, τη σάρκα και το διάβολο; Πού ο λόγος για τη νοοκαρδιακή προσευχή και την αγάπη με την οποία ο Χριστός περιπτύσσεται τον άνθρωπό Του μέσα στο άκτιστο πυρ της θεότητάς Του; Με ποια αγιοπνευματικά κριτήρια διακρίνουν οι προτεστάντες τις άκτιστες θείες ενέργειες από τα “φώτα” και τις πνευματικές ψευδαισθήσεις του πονηρού; Η τόση πνευματική γύμνια τους αποδεικνύει περίτρανα ότι εξόρισαν  το Χριστό από τη ζωή τους και ότι όλα τα “οράματα και θάματα” που τάχατες βλέπουν, όπως και όλα τα “άρρητα ρήματα” που προφέρουν είναι, ασυνείδητα τις πιο πολλές φορές, η εργώδης προσπάθεια που κάνουν για να καλύψουν το κενό, την απουσία, αυτό το άγχος χωρισμού, από την πηγή της Ζωής. Μέχρι πότε όμως με τους χοίρους των παθών και τα ξυλοκέρατα της αμαρτίας στη χώρα της ασωτίας;
          20) Κατά την περιβόητη “γλωσσολαλία” τους, χλωμό απείκασμα της παλαιάς εκείνης αυθεντικής επέμβασης του Τριαδικού Θεού μας κατά την Πεντηκοστή, πώς ξεχωρίζουν το δαιμονικό από το θεϊκό και το υστερικό από το αποτέλεσμα αυθυποβολής; Δεδομένου μάλιστα ότι ψυχολογικό υπόβαθρο των υστερικών εκδηλώσεων είναι η τάση για προσωπική προβολή ή αλλιώς «καταφυγή στην υπόκριση προς ίδιον όφελος» σε ψυχιατρική γλώσσα, καταλαβαίνει κανείς πώς “γλωσσολαλώντας”, γίνεται κάποιος παίγνιο των πονηρών πνευμάτων. Ο άγιος Χρυσόστομος, μας πληροφορεί ότι, στα χρόνια του ήδη δεν υπήρχε γλωσσολαλία, σημειώνοντας μάλιστα ότι και τότε ο Θεός ήξερε γιατί έδωσε αυτό το χάρισμα και τώρα ξέρει γιατί το πήρε.[41] Kι έρχονται σήμερα οι προτεστάντες και “γλωσσολαλούν κλέβοντας την παράσταση! Την ελάχιστη νοημοσύνη να διαθέτει κανείς καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά εδώ. Με τα εγγυημένα κριτήρια των Πατέρων θα κατανοήσει ότι πρόκειται για άρρωστα πλάσματα, έστω κι αν είναι καλοπροαίρετα αρκετές φορές, που χρήζουν των προσευχών μας και που τα αγαπάει ο Χριστός μας, αλλά που, όπως θα έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο σιναΐτης, “εγήρασαν στην κενοδοξία” κι έχουν ανάγκη απ’ όλ’ αυτά τα έξοδα παράστασης για να αντέξουν το κενό τους, ακόμη κι απ’ αυτή την ψεύτικη γαλήνη που τους μεταγγίζεται, μέσω της πλύσης εγκεφάλου και των πολλών ψυχολογικών υποβολών που έχουν υποστεί. Χρειάζεται βέβαια να προβληματιστούμε κι εμείς, διότι αυτές οι καταστάσεις σε αρκετές από τις περιπτώσεις που αναφέρουμε αντανακλούν δικά μας ποιμαντικά κενά, αν όχι συμπτώματα ορισμένων όψεων και της δικής μας πνευματικής ζωής.
          Όταν πάντως μας πλησιάζουν και μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στο διάλογο μαζί τους, να διαλεγόμαστε επί ενός θέματος και αφού το εξαντλήσουμε, τότε να προχωράμε στο επόμενο, επειδή έχουν τη συνήθεια να πετάγονται από το ένα θέμα στο άλλο, είτε λόγω αδυναμίας του άρρωστου νου τους, είτε λόγω τακτικής επιδιωκόμενης. Καλό είναι οι άπειροι να μη μπλέκουν μαζί τους, γιατί εντός ολίγου χρόνου, από κατ’ όνομα ορθόδοξοι θα έχουν γίνει φανατικοί προτεστάντες που… γλίτωσαν από παπάδες κι εκκλησίες! Άλλωστε πόσοι κατ’ όνομα ορθόδοξοι δεν το λένε αυτό: -για παπάδες και για εκκλησίες μη μου λέτε, όλα τ’ άλλα καλά!
          Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως η Ορθοδοξία είναι απαιτητική. Ο Χριστός μάς θέλει ολόκληρους δικούς Του. Να είμαστε αυστηροί με τον εαυτό μας και να επιδιώκουμε, κατ’ αναλογίαν βέβαια, αυτό που οι Πατέρες ονομάζουν «ασκητικό φρόνημα». Δεν είναι τυχαίο το ότι οι προτεσταντικές παρασυναγωγές ευδοκιμούν και πολλαπλασιάζονται στις ευημερούσες καταναλωτικές κοινωνίες, κυρίως στις ΗΠΑ, αλλά την τελευταία δεκαετία περιέργως και στις αφρικανικές χώρες. Να ζητούμε αντιαιρετική ενημέρωση από τους φυσικούς ποιμένες μας, που είναι οι επίσκοποι, αλλά και οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι, όπως και οι λαϊκοί επαΐοντες. Να αγωνιζόμαστε το κατά δύναμιν, να εξομολογούμαστε, να κοινωνούμε, να προσευχόμαστε, να κατηχούμαστε στα της πίστεως, στην οποία να στέκουμε αταλάντευτοι, ώστε δια μέσου ημών ο Χριστός να παραδίδεται στους επόμενους.
          Το χρέος της αγάπης προς τους αιρετικούς καταδικάζει κάθε πολεμική αντιπαράθεση. Αν μεν δέχονται το διάλογο, θα δείξουμε ιδιαίτερη επιμέλεια, φροντίδα, στοργή. Τους εμμένοντας όμως στην πλάνη θα χρειαστεί σαφώς να τους απορρίψουμε χωρίς τη χρήση της οικονομίας. Εδώ χρειάζεται αυτό που μας υπαγορεύει ο ευαγγελιστής Ματθαίος:[42] φρονιμάδα φιδιού και ακεραιότητα περιστεριού. Απλότητα δηλαδή και καθαρότητα περιστεριού στην καρδιά που χαρίζει τη σωστή έμ/πνευση και διδασκαλία, αλλά και φρονιμάδα όφεως, ταχύτητα, οξύνοια, για να διακρίνουμε μακρόθεν τις αιρετικές προσβολές και ως πνευματικοί στρατηγοί να χαράζουμε τις κατευθυντήριες γραμμές για την έκβαση του αντιαιρετικού αγώνα.
          Εκείνο όμως το σημείο που διαφοροποιεί την εμπειρία μας ως ορθοδόξων, είναι η πραγματική συνάντησή μας των ζωντανών με τους νεκρούς, μέσα στο Σώμα του Χριστού, η συναναστροφή μας με τα επέκεινα, κυρίως μέσα στη Θεία Λειτουργία, εμπειρία που δεν συναντάται στις δυτικές ομολογίες, άρα και στους προτεστάντες. Μας δεξιώνεται ο Χριστός μέσα στην καρδιά Του-όπως λέμε δεξίωση!- κι εμείς, ο καθένας μας, δεξιώνεται στη δική του καρδιά (που κι αυτή του Χριστού έχει γίνει), τους πάντες, νεκρούς και ζωντανούς, γνωστούς κι αγνώστους,-μιλάμε για την όντως παγκοσμιοποίηση των αγίων του Θεού-έξω φρενών από τη χαρά του, αλλ’ εν πλήρει συνέσει. Με γνώμονα την πρόσκληση σε μια τέτοια χαρά, να επιχειρούμε τον αντιαιρετικό αγώνα προς όλους τους αιρετικούς αδελφούς, αν θέλουμε αυτός να αποφέρει καρπό.


[1] Χρήστου Γιανναρά, βλ Ορθοδοξία και Δύση στη νεότερη Ελλάδα
[2] Οι σχολαστικοί θεολόγοι του Μεσαίωνα πίστευαν πως οι γενικές έννοιες (universalia), όπως άνθρωπος , Θεός,  ελευθερία κλπ, έχουν πραγματική υπόσταση έξω από τα πράγματα. Στην ουσία πρόκειται για θεολογία ειδώλων, μια ασυνείδητη απόπειρα να καλυφθεί το κενό της απόρριψης των ακτίστων ενεργειών από το χώρο της θεολογίας. Το 14ο  αι όμως ο Γουλιέλμος Όκκαμ με τη θεωρία του νομιναλισμού κονιορτοποίησε εντελώς τις γενικές αυτές έννοιες, υποστηρίζοντας ότι αποτελούν απλά γλωσσικά ονόματα (flatus voci), τα οποία δημιουργεί ο άνθρωπος για να ερμηνεύσει την πραγματικότητα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Μέγας Βασίλειος υπήρξε ο πρόδρομος των νομιναλιστών, όταν στην ομιλία του Κατ’ Ευνομίου 1, υποστηρίζει ότι από τις αισθήσεις προκύπτουν τα νοήματα για να επινοηθούν κατόπιν οι λέξεις από τον άνθρωπο, ως σημεία για την αλήθεια των πραγμάτων. Άλλωστε δεν απέχει πολύ από αυτή την οπτική και η ρήση του μακαριστού Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη σε πανεπιστημιακή αίθουσα ότι «αν ο Θεός καταντήσει ιδέα, δος του μια κλωτσιά και βγαλ’ τονε από τη μέση», (βλ Ανέστη Κεσελόπουλου, Από τον Παπαδιαμάντη στον Πεντζίκη).
[3] Βλ Σπαράγματα Φιλοσοφικά 18,70.
[4] Βλ Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Ματθ. 84,3
[5] Β’ επιστ 9.
[6] Βλ Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Ματθ 10,2
[7] Βλ Νικολάου Καβάσιλα, Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, PG 150, 452 CD
[8] Ματθ 16,18
[9] Ματθ 28, 19-20
[10] Ιωάν 14,26/16,13
[11] Πραξ 15,23-28
[12] Ματθ 28,20
[13] Α΄ Τιμ 4,14/5,22 και Β΄ Τιμ 1,6
[14] Πραξ 1,20-26
[15] Τιτ 1,5
[16] Πραξ 20,28
[17] 2,38
[18] 8,16-17
[19] Ματθ 26,28
[20] Ιωάν 6, 55
[21] Α’ Κορ 11,24   πρβλ και  Λουκ 22,19
[22] Ιωάν 13,15
[23] Ματθ 16,19 και 18,18
[24] Ιωάν 20, 22-23
[25] 5, 14-15
[26] Ιακ  5,15
[27] Ιακ 5,14
[28] Γι’ αυτό και “ευλογούν” και γάμους ομοφυλοφίλων.
[29] Εφεσίους 5,32 
[30] Α΄ Τιμ 2,5
[31] Ματθ 15,21-28
[32] Εξοδ 32, 11-14, βλ και Βασιλ Γ΄18, 36-37
[33] 15,1
[34] Ης 37,35
[35] Πραξ 5,3
[36] Βλ εισήγηση αρχιμ Χριστοφόρου Τσιάκκα, Το χάος των προτεσταντών, σελ 7,8
[37] Ιωαν 20,29
[38] 11,1
[39] Α’ Τιμ 3,15
[40] Πρβλ Γαλ 4,19
[41] PG 50, 459, DE SANCTA PENTECOSTE, HOMILIA 1
[42] 10,16

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου